υπερχείληση

υπερχείληση
η, Ν
η υπερχείλιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλη γρφ. τού υπερχείλιση, κατά τα θηλ. σε -ηση (< ρ. σε -ώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανάχυση — η (Α ἀνάχυσις) νεοελλ. 1. (Φυσ.) έκχυση ατμού προς τα επάνω, «εκτόνωση» 2. αναδρομή της πλημμυρίδας στους ποταμούς, (αλλ.) μασκαρέ αρχ. 1. έκχυση, ξεχείλισμα 2. υπερχείληση, πλημμύρα 3. μτφ. αύξηση, εξάπλωση 4. λιμνοθάλασσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”